του Αργύρη Γιουρούκη
(3o Βραβείο Α' Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού
"Καισάριος Δαπόντες")
Στο μεγάλο ταξίδι της ζωής προχωράω
στις συμβάσεις, στα πρέπει, στο πολύ δε χωράω.
Στα ψηλά που κοιτάζω, ουρανό πια δε βλέπω,
τον γκρεμό προσπερνάω και στην έρημο τρέχω.
Βλέπω γύρω συντρίμμια και ανθρώπους να κλαίνε,
μου μιλάνε για πόνο, μα δε νιώθω τι λένε.
Ένα φως μέσ’ στο βάθος, σβήνει ανάβει στο φάρο,
δώσ’ μου ένα σημάδι, για να ‘ρθώ να σε πάρω.
Μια σου λέξη μικρή, έστω σαν ηλιαχτίδα
την καρδιά μου φωτίζει και της δίνει ελπίδα.
Σα νερό κι οξυγόνο, μέσ’ στο αίμα μου τρέχεις
κωδικούς και κλειδιά, όλα συ τα κατέχεις.
Κι όταν φύγεις μακριά, έξω απ’ το μυαλό μου
θα γκρεμίσεις, θα χάσω τα όρια του κόσμου.
Πάλι μόνος θα μείνω και θα ψάχνω το λάθος,
σα χαμένος, σαν άδειος, σαν καιόμενη βάτος.
(3o Βραβείο Α' Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού
"Καισάριος Δαπόντες")
Στο μεγάλο ταξίδι της ζωής προχωράω
στις συμβάσεις, στα πρέπει, στο πολύ δε χωράω.
Στα ψηλά που κοιτάζω, ουρανό πια δε βλέπω,
τον γκρεμό προσπερνάω και στην έρημο τρέχω.
Βλέπω γύρω συντρίμμια και ανθρώπους να κλαίνε,
μου μιλάνε για πόνο, μα δε νιώθω τι λένε.
Ένα φως μέσ’ στο βάθος, σβήνει ανάβει στο φάρο,
δώσ’ μου ένα σημάδι, για να ‘ρθώ να σε πάρω.
Μια σου λέξη μικρή, έστω σαν ηλιαχτίδα
την καρδιά μου φωτίζει και της δίνει ελπίδα.
Σα νερό κι οξυγόνο, μέσ’ στο αίμα μου τρέχεις
κωδικούς και κλειδιά, όλα συ τα κατέχεις.
Κι όταν φύγεις μακριά, έξω απ’ το μυαλό μου
θα γκρεμίσεις, θα χάσω τα όρια του κόσμου.
Πάλι μόνος θα μείνω και θα ψάχνω το λάθος,
σα χαμένος, σαν άδειος, σαν καιόμενη βάτος.
(Λάρισα)