της Δήμητρας Τσεπεντζή
('Επαινος Α' Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού
"Καισάριος Δαπόντες")
Όπως ήρθες έτσι εχάθης, αλήθεια υπήρξες, υπάρχεις;
Δεν ήσουν δικός μου, ήμουν δικιά σου
Έφυγες -τόσο αναπάντεχα! -έτρεξα κοντά σου
τ’ αστέρι μου ακολουθώντας -σίγουρη συντροφιά!
Μου λείπεις -πότε πρόλαβα να σε συνηθίσω;
Η συνάντηση των δρόμων μας
σαν εκείνου του Σαββάτου τον άστατο καιρό
ήλιος - σύννεφα - βροχή… και τώρα, καλό μου, τι;
Ανάμνηση, πολύτιμο κομμάτι ζωής!…
Πόσο απρόοπτα εισέβαλλες στον κόσμο μου
πόσο γρήγορα απομακρύνθηκες
αφήνοντας μονάχα τα χνάρια των φιλιών σου
και των ακροδαχτύλων σου το τρυφερό άγγιγμα!
Γέμισες την αγκαλιά, τη σκέψη, τα όνειρά μου
μοναχά για μια στιγμή κι αμέσως μετά έσβησες
σαν τη φλόγα του κεριού που φύσηξε τ’ αγέρι
σαν ηλιαχτίδα που ζήλεψαν τα σύννεφα την τόση ζεστασιά της
και βιάστηκαν να την κρύψουν.
Γεννήθηκες σαν ένα ανθάκι στο φούλι της αυλής μου,
ένα του Οκτώβρη βράδυ και μαράθηκες το άλλο πρωινό
σαν ζήλεψε η μέρα τ’ άρωμά σου,
καταδικάζοντάς σε με μιας νυχτιάς ζωή.
Πεφταστέρι ήσουν μα η ευχή μας δεν ολοκληρώθηκε!… τι κρίμα!…
Πάει χάθηκες!… Σβήστηκες!…
εκεί στο άπειρο του ουρανού μονοπάτι που χάραξε το όνειρο
και τσάκισε μονομιάς η πραγματικότητα!…
Σίφουνας πέρασες από τη ζωή μου
σεισμός που γκρέμισε ό,τι ετοιμόρροπο υπήρχε.
Κι ύστερα, καλό μου, τι;
Άφησες τα δικά σου συντρίμμια -πώς σου ήταν μπορετό;
Να σε γνωρίσω δε με άφησες, γιατί;
Όπως ήρθες, έτσι εχάθης… Αλήθεια υπήρξες, υπάρχεις;
Ηώς
(Ζευγολατιό Κορινθίας)
('Επαινος Α' Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού
"Καισάριος Δαπόντες")
Όπως ήρθες έτσι εχάθης, αλήθεια υπήρξες, υπάρχεις;
Δεν ήσουν δικός μου, ήμουν δικιά σου
Έφυγες -τόσο αναπάντεχα! -έτρεξα κοντά σου
τ’ αστέρι μου ακολουθώντας -σίγουρη συντροφιά!
Μου λείπεις -πότε πρόλαβα να σε συνηθίσω;
Η συνάντηση των δρόμων μας
σαν εκείνου του Σαββάτου τον άστατο καιρό
ήλιος - σύννεφα - βροχή… και τώρα, καλό μου, τι;
Ανάμνηση, πολύτιμο κομμάτι ζωής!…
Πόσο απρόοπτα εισέβαλλες στον κόσμο μου
πόσο γρήγορα απομακρύνθηκες
αφήνοντας μονάχα τα χνάρια των φιλιών σου
και των ακροδαχτύλων σου το τρυφερό άγγιγμα!
Γέμισες την αγκαλιά, τη σκέψη, τα όνειρά μου
μοναχά για μια στιγμή κι αμέσως μετά έσβησες
σαν τη φλόγα του κεριού που φύσηξε τ’ αγέρι
σαν ηλιαχτίδα που ζήλεψαν τα σύννεφα την τόση ζεστασιά της
και βιάστηκαν να την κρύψουν.
Γεννήθηκες σαν ένα ανθάκι στο φούλι της αυλής μου,
ένα του Οκτώβρη βράδυ και μαράθηκες το άλλο πρωινό
σαν ζήλεψε η μέρα τ’ άρωμά σου,
καταδικάζοντάς σε με μιας νυχτιάς ζωή.
Πεφταστέρι ήσουν μα η ευχή μας δεν ολοκληρώθηκε!… τι κρίμα!…
Πάει χάθηκες!… Σβήστηκες!…
εκεί στο άπειρο του ουρανού μονοπάτι που χάραξε το όνειρο
και τσάκισε μονομιάς η πραγματικότητα!…
Σίφουνας πέρασες από τη ζωή μου
σεισμός που γκρέμισε ό,τι ετοιμόρροπο υπήρχε.
Κι ύστερα, καλό μου, τι;
Άφησες τα δικά σου συντρίμμια -πώς σου ήταν μπορετό;
Να σε γνωρίσω δε με άφησες, γιατί;
Όπως ήρθες, έτσι εχάθης… Αλήθεια υπήρξες, υπάρχεις;
Ηώς
(Ζευγολατιό Κορινθίας)